- ἑλκύσω
- ἕλκωsulcusaor subj act 1st sgἕλκωsulcusaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπελπίζω — Α προσπαθώ να ελκύσω κάποιον παρέχοντάς του περισσότερες ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπελπίζω «κάνω κάποιον να ελπίζει»] … Dictionary of Greek